- υφεκατόλιτρο(ν)
- το сотая часть литра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υφεκατόλιτρο — το, Ν το ένα εκατοστό τού λίτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εκατόλιτρο. Η λ., στον λόγιο τ. ὑφεκατόλιτρον, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείον τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek